- βαθομέτρηση
- ηη μέτρηση του βάθους: Η βαθομέτρηση των παραλιών είναι απαραίτητη για την προστασία των κολυμβητών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαθομέτρηση — η η μέτρηση του βάθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάθος + μέτρηση ( ις). Ο τ. βαθομέτρησις μαρτυρείται το 1891 από τον Κωνστ. Μητσόπουλο στην εφημερίδα Προμηθεύς] … Dictionary of Greek
βάθος — Στα υγρά, β. ονομάζεται η απόσταση από την επιφάνεια έως τον πυθμένα. Η απόσταση από την είσοδο έως το εσωτερικό ενός χώρου. Το φόντο σε ένα ζωγραφικό πίνακα. Το σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων μιας έννοιας. (Αστρον.) Η γωνία που σχηματίζεται από … Dictionary of Greek
βαθομετρικός — ή, ό ο σχετικός με τη βαθομέτρηση … Dictionary of Greek
βαθομετρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη βαθομέτρηση ή έχει σχέση μ’ αυτήν: Στους βαθομετρικούς χάρτες σημειώνονται τα βάθη των θαλασσών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)